- ξεδικιούμαι
- μετ. мстить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεδικιούμαι — και ξεδικιώνουμαι και ξεδικιέμαι εκδικούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκδικούμαι (βλ. και λ. ξ(ε) )] … Dictionary of Greek
ξεδικιωμός — ο [ξεδικιούμαι] ανταπόδοση τού κακού που έχει γίνει εις βάρος κάποιου, εκδίκηση … Dictionary of Greek
ξεδικιωτής — ο [ξεδικιούμαι] αυτός που παίρνει εκδίκηση, εκδικητής … Dictionary of Greek